μονόδραμα

μονόδραμα
το, -ατος
θεατρικό έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα μόνο πρόσωπο: Στο θέατρό του θα ανεβάσουν φέτος ένα μονόδραμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόδραμα — το θεατρικό έργο στο οποίο παίζει μόνο ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monodrama (< μον(ο) * + δράμα)] …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • Εβρέινοφ, Νικολάι — (Nikolay Jevreinov, Μόσχα 1879 – Παρίσι 1953). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Σπούδασε νομικά και μουσική στην Πετρούπολη και το 1905 εγκατέλειψε την υπαλληλική σταδιοδρομία που είχε αρχίσει για να αφοσιωθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”